- τσακιστός
- -ή, -ό1. χτυπημένος, σπασμένος, κοπανιστός: Τσακιστές ελιές.2. διπλωμένος, διπλωτός: Τσακιστό ραβασάκι.3. το θηλ. ως ουσ., τσακιστή, α. ο ποδόδεσμος στα πλοία, το δέσιμο της σκότας. β. ασήμαντο κέρδος, τίποτε: Δεν έχω (δεκάρα) τσακιστή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.